σαμαρειτίζω

σαμαρειτίζω
Μ [Σαμαρείτης]
ακολουθώ τα δόγματα τών Σαμαρειτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαμαρειτισμός — ὁ, Μ [σαμαρειτίζω] το να ακολουθεί κανείς τα δόγματα και τη λατρεία τών Σαμαρειτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”